-
1 ευταξια
ἥ тж. pl.1) хорошее состояние(ὅπλων καὴ ἵππων Xen.)
2) правильное расположение(τῶν ἀστέρων Arst.; τῶν φλεβῶν Anth.; τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα εὐ. Plat.)
3) строгий порядок, дисциплина(ἔς τι Thuc.; ἐν τῷ κόσμῳ Arst.)
ἥ εὐνομία εὐ. Arst. — правовой порядок4) умеренность, воздержность Polyb., Plut. -
2 αρμογη
ἥ1) соединение, связывание; связь(τῶν μερῶν τινος εἴς τι Polyb.; μῖξις καὴ ἁ. τῶν σωμάτων Luc.)
2) место соединения, разрез(τοῦ στόματος Luc.)
-
3 διατασις
- εως ἥ1) растяжение, расширение(ὅ οἰσοφάγος ἔχει διάτασιν εἰσιούσης τῆς τροφῆς Arst.)
2) напряжение, усилие(τῶν μερῶν Arst.; τῆς κεφαλῆς Plat.; κόποι καὴ διατάξεις Plut.)
3) возбужденное состояние -
4 θεσις
- εως ἥ [τίθημι]1) опущение, постановка (ноги)ὑποβάλλειν τοὺς δακτύλους ὑπὸ τῇ ἄρσει καὴ θέσει Luc. — поднимать и опускать пальцы ( при игре на флейте)2) укладка(πλίνθων καὴ λίθων Plat.)
3) расстановка, размещение, распределение(ἐπέων Pind.; λεγομένων καὴ γραφομένων Plat.; τῶν μερῶν Arst.)
4) установление, введение, учреждение(τελῶν Plat.; ἀγώνων Diod.)
θ. νόμων Plat., Arst.; — законодательная деятельность, законодательство;θ. τοῦ ὀνόματος Plat. — наречение (по) имени, именование5) снимание, снятие(θ. καὴ ἀναίρεσις ὅπλων Plat.)
6) юр. внесение (в виде) залога(ἵππου Lys.)
ἵν΄ αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ Arph. — (Солон установил), чтобы залоги вносились (только) в первый день новолуния;ὅσουπερ ἥ θ. ἦν Dem. — в размере (денежного) залога7) (место)положение, расположение(τῶν τόπων Arst.; τῆς Ἀβύδου καὴ Σηστοῦ Polyb.)
ἥ θ. τῆς πόλεως ἐπὴ τῇ Θράκῃ Thuc. — положение города по отношению к Фракии;κατὰ τέν θέσιν τέν πρὸς ἡμᾶς Arst. — по (пространственному) отношению к намὁ κατὰ θέσιν πατήρ Polyb. — приемный отец
9) филос. положение, утверждение, тезис(διαλέγεσθαι πρὸς θέσιν τινά Arst.)
ὅ ὁρισμὸς θ. μέν ἐστι, ὑπόθεσις δ΄ οὐκ ἔστι Arst. — определение является положением, но не предположением;θέσιν κινεῖν Plut. — опровергать (чьё-л.) положение10) филос. (человеческое) установление, условиеφύσει, οὐ θέσει Plat. — объективно, а не (только) субъективно (досл. по природе, а не по (взаимному) соглашению)
11) грам. «позиция», «слоговая» долгота по положению(μακρὰ συλλαβέ γίνεται δίχως, φύσει τε καὴ θέσει Sext.)
12) стих. тесис, «опущение» (название сильной, ударной части стопы; обычно соотв. лат. arsis, как ἄρσις - лат. thesis) -
5 ξυνταξις
- εως ἥ1) строй, устройство(τῆς πολιτείας Arst.)
2) воен. построение, строй, порядок3) организация Arst.σ. στρατιωτική Xen. — организация армии
4) отряд, войско(σ. Ἑλληνική Plut.)
5) сочетание, связь, система(ἥ σ. τῶν μερῶν Arst.)
6) сочинение, повествование, изложение Arst., Polyb., Diog.L.7) грам. конструкция, синтаксис Plut., Luc.8) соглашение, договор Dem., Polyb., Plut.9) союз, заговорσ. ἐφ΄ αὑτοὺς τῶν Ἑλλήνων Plut. — междоусобные заговоры среди греков
10) налог, подать Isocr., Aeschin., Dem.11) жалование, плата Dem., Plut., Diod.12) доход -
6 συνταξις
- εως ἥ1) строй, устройство(τῆς πολιτείας Arst.)
2) воен. построение, строй, порядок3) организация Arst.σ. στρατιωτική Xen. — организация армии
4) отряд, войско(σ. Ἑλληνική Plut.)
5) сочетание, связь, система(ἥ σ. τῶν μερῶν Arst.)
6) сочинение, повествование, изложение Arst., Polyb., Diog.L.7) грам. конструкция, синтаксис Plut., Luc.8) соглашение, договор Dem., Polyb., Plut.9) союз, заговорσ. ἐφ΄ αὑτοὺς τῶν Ἑλλήνων Plut. — междоусобные заговоры среди греков
10) налог, подать Isocr., Aeschin., Dem.11) жалование, плата Dem., Plut., Diod.12) доход -
7 αμφότεροι
αι, α оба, тот и другой;επ· αμφότέρων των πλευρών — по обеим сторонам;
εξ αμφότέρων των μερών — с обеих сторон
-
8 διαπλασμος
-
9 πλεονασμος
ὅ1) избыток, чрезмерность(τῶν μερῶν Arst.)
2) раздувание, преувеличение(οἱ ὑπεράνω πλεονασμοί Polyb.)
3) грам. плеоназм -
10 διαστασις
- εως ἥ1) разделение, распадение(τῶν συμφύτων μερῶν Arst.; μορίων Plut.)
2) расселина, трещинаἥ δ. τῶν οὐρέων Her. — горное ущелье3) щель, выемка(τοῦ πλεύμονος Arst.)
4) расстояние, удаленность5) расхождение, взаимное смещение6) протяжение7) мат. измерение(τρεῖς διαστάσεις ἔχειν Arst.)
8) промежуток, интервал(ἀριθμοῦ πρὸς ἀριθμόν Plat.; μεγίστη δ. ἀρετέ καὴ μοχθηρία Arst.)
9) разлад, раздор(στάσις ἢ δ. Plat.; διαστάσεις τῶν πολιτειῶν Arst.)
δ. τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Thuc. — раскол между младшим и старшим поколениями10) расторжение брака, развод(πρὸς τὸν ἄνδρα Plut.)
-
11 ξυγκειμαι
1) лежать вместе или рядом Soph.2) (как pass. к συντίθημι См. συντιθημι) слагаться, составляться, состоять(ἐκ στοιχείων Plat.; ἐκ πολλῶν μερῶν Arst.)
ἐκ τριῶν συγκείμενος Plat. — состоящий из трех элементов;εἰς ἓν συγκείμενος Plat. — сложенный в одно (целое), т.е. единый, связный;ἥ οὐσία συγκειμένη Arst. — сложная (досл. составная) субстанция3) сочиняться, создаватьсяκτῆμα ἐς ἀεὴ ξύγκειται Thuc. — (эта) вещь создана на вечные времена, т.е. в назидание всем грядущим поколениям;ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενα Isocr. — творения поэтов4) задумывать, измышлять; затеватьτὰ συγκείμενα ἐπὴ τῇ βλάβῃ τινός Lys. — измышления в ущерб кому-л.;τῇδε σύγκειται δόλος Eur. — вот задуманная (мною) хитрость5) полагаться в качестве (быть предметом) условия, обуславливатьсяδιαλιπὼν τὰς συγκειμένας ἡμέρας Her. — спустя условленное количество дней;
σημεῖα τὰ ξυγκείμενα Arph. — условленные сигналы;ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω Plat. — это пусть будет нашим условием;ὥσπερ συνέκειτο Xen. — как было обусловлено; -
12 περατοω
ограничивать, определять(τέν ὕλην ἄπειρον οὖσαν Plut.; ἥ ἀρχέ περατουμένη Ἑλλησπόντῳ ἐκ τῶν πρὸς ἑσπέραν μερῶν Arst.; τὸ πεπερατωμένον σῶμα Sext.)
-
13 συγκειμαι
1) лежать вместе или рядом Soph.2) (как pass. к συντίθημι См. συντιθημι) слагаться, составляться, состоять(ἐκ στοιχείων Plat.; ἐκ πολλῶν μερῶν Arst.)
ἐκ τριῶν συγκείμενος Plat. — состоящий из трех элементов;εἰς ἓν συγκείμενος Plat. — сложенный в одно (целое), т.е. единый, связный;ἥ οὐσία συγκειμένη Arst. — сложная (досл. составная) субстанция3) сочиняться, создаватьсяκτῆμα ἐς ἀεὴ ξύγκειται Thuc. — (эта) вещь создана на вечные времена, т.е. в назидание всем грядущим поколениям;ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενα Isocr. — творения поэтов4) задумывать, измышлять; затеватьτὰ συγκείμενα ἐπὴ τῇ βλάβῃ τινός Lys. — измышления в ущерб кому-л.;τῇδε σύγκειται δόλος Eur. — вот задуманная (мною) хитрость5) полагаться в качестве (быть предметом) условия, обуславливатьсяδιαλιπὼν τὰς συγκειμένας ἡμέρας Her. — спустя условленное количество дней;
σημεῖα τὰ ξυγκείμενα Arph. — условленные сигналы;ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω Plat. — это пусть будет нашим условием;ὥσπερ συνέκειτο Xen. — как было обусловлено;
См. также в других словарях:
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
Κιβιέ, Ζορζ Λεοπόλντ — (Georges Leopold Cuvier, Μονπελιέ 1769 – Παρίσι 1832). Γάλλος φυσιοδίφης και ανατόμος, ιδρυτής της σύγχρονης συγκριτικής ανατομίας. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Ακαδημία της Στουτγάρδης, όπου μελέτησε διοίκηση, δίκαιο, οικονομικά, φυσική… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek
παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… … Dictionary of Greek
μεταστοιχείωση — η (ΑΜ μεταστοιχείωσις) [μεταστοιχειώ] νεοελλ. χημ. μετατροπή ενός χημικού στοιχείου σε άλλο είτε αυτομάτως είτε με τεχνητό τρόπο αρχ. μσν. διαφορετική σύνθεση τών μερών τών στοιχείων ή τών μερών ενός σώματος, μεταβολή, μεταμόρφωση, μετάπλαση … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek